- κυκλιαῖος
- κυκλ-ιαῖος, α, ον,A of or for wheels,
τροχοί IG12.349.13
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τροχοί IG12.349.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κυκλιαίος — κυκλιαῑος, αία, ον (Μ) [κύκλος] αυτός που προορίζεται για το κύκλευμα … Dictionary of Greek
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek